απομωραίνω

απομωραίνω
-ανα, -άθηκα, -αμένος
1. αποβλακώνω: Τον απομώραναν τον καημένο τον παππού τους τα παλιόπαιδα.
2. κάνω κάποιον να τα χάσει: Με τις αγριοφωνάρες του τ' απομώρανε το παιδί. Ουσ. απομώρανση, η το αποβλάκωμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • απομωραίνω — (AM ἀπομωραίνω) αποβλακώνω …   Dictionary of Greek

  • обезумляю — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  =  глаг. (греч. ἀπομωραίνω) делаю безумным, лишаю… …   Словарь церковнославянского языка

  • εναπομωραίνω — ἐναπομωραίνω (Μ) απομωραίνω, εξευτελίζω κάτι, το καθιστώ μωρό ή μηδαμινό …   Dictionary of Greek

  • αποβλακώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος, κάνω κάποιον βλάκα ή περισσότερο από ό,τι ήταν βλάκα, απομωραίνω: Ήταν κουτός, τα ναρκωτικά όμως τον αποβλάκωσαν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”